συλλαλώ — έω, ΜΑ [λαλῶ] μιλώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή μιλώ με κάποιον, συνομιλώ … Dictionary of Greek
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
συλλάλημα — τὸ, Α [συλλαλῶ] (κατά τον Ησύχ.) «συνδιάλεξις» … Dictionary of Greek
συλλάλησις — ήσεως, ἡ, Α [συλλαλῶ] συλλάληλα* … Dictionary of Greek
συλλαλητήριο — το, Ν δημόσια μαζική συγκέντρωση κατά την οποία διαδηλώνεται η έγκριση και η επιδοκιμασία ή η διαμαρτυρία τού πλήθους για ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος ή προς ένα πρόσωπο ή μια ομάδα προσώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαλώ + επίθημα τήριο (πρβλ. διαβα… … Dictionary of Greek
συλλαλιά — ἡ, Α [συλλαλῶ] συλλαλημα* … Dictionary of Greek